ημιμέταλλα

ημιμέταλλα
Στοιχεία που παρουσιάζουν ενδιάμεσες ιδιότητες μεταξύ μετάλλων και αμέταλλων. Βλ. λ. μεταλλοειδή.
* * *
τα
χημ. ομάδα στερεών χημικών στοιχείων με μεταλλική εμφάνιση και με ειδική ηλεκτρική αγωγιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. semimetal < semi- (πρβλ. ημι-) + metal (πρβλ. μέταλλο). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφ. Θεοτόκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”